- προρρηθείς
- –εῑσα, -έν, Νβλ. προλέγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προρρηθείς — προερέω say beforehand aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek